- κουτούκι
- το1. μικρή και συνήθως υπόγεια λαϊκή ταβέρνα2. χοντρό απελέκητο ξύλο, κούτσουρο3. καμένο κούτσουρο ελιάς4. τυφλός, στραβός5. κουτάβι6. σχοινί με το οποίο δένουν το πλοίο από την πρύμνη στην ακτή7. φρ. «έγινε κουτούκι στο μεθύσι» — ήπιε πολύ και μέθυσε8. παροιμ. «απ' τη βιασύνη της η σκύλα κάνει στραβά κουτούκια» — όποιος βιάζεται δεν κάνει σωστά τη δουλειά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kutuk].
Dictionary of Greek. 2013.